Κωνσταντίνος Τσαγανάς-Τακαντζάς
Πυροβόλο Μ61Α1 Vulcan (ΠΑ)
Το θρυλικό πλέον περιστροφικό πυροβόλο της General Electric (πλέον General Dynamics) έχει άρρηκτα συνδεθεί με τρεις – και ενδεχομένως και τέσσερις – γενιές αεριωθούμενων μαχητικών αεροσκαφών, ενώ έχει βρει και εφαρμογές και στην ξηρά και στη θάλασσα. Είναι πραγματικά δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι έχει τις ρίζες του στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν ο Richard Jordan Gatling δημιούργησε το πρώτο περιστροφικό πολυβόλο που έδωσε το όνομά του και σε όλη την κατηγορία των όπλων με πολλαπλές περιστρεφόμενες κάννες. Το 1893 μάλιστα, κατοχύρωσε και ευρεσιτεχνία για ηλεκτροκίνητο πυροβόλο με εξωτερική παροχή ισχύος, ακριβώς τη μέθοδο λειτουργίας που υιοθετήθηκε 53 χρόνια αργότερα όταν η General Electric ανέλαβε να αναπτύξει ένα εξάκαννο πυροβόλο (αρχικά διαμετρήματος 15 χιλιοστών) για λογαριασμό της τότε USAAF (έγινε USAF το 1948), στα πλαίσια του προγράμματος Vulcan. Η τελική έκδοση του όπλου, που τυποποιήθηκε ως Μ61Α1 αντικατέστησε τα πυροβόλα της σειράς Μ39 στα αεροσκάφη της USAF και τα Colt Mk 12 στα αεροσκάφη του USN και του USMC. Οι ναυτικές χρήσεις του εστιάζονται κυρίως στο Mk 15 Phalanx και το Sea Vulcan. Μέχρι και ο αμερικανικός στρατός υιοθέτησε ειδικές εκδόσεις του Vulcan, το Μ95, ως προαιρετικά φερόμενο οπλισμό για τα AH-1G HueyCobra και το Μ168, ως το πυροβόλο των Μ163 και Μ167 VADS.
Τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της λειτουργίας του όπλου με ηλεκτρικό ρεύμα και των πολλαπλών καννών είναι αφενός η μεγαλύτερη αξιοπιστία κατά τη φάση της γέμισης και η μικρότερη φθορά των καννών, καθώς η ταχυβολία εκάστης είναι χαμηλότερη από αυτήν ενός μονόκαννου revolver cannon και παράλληλα η ίδια η ταχύτατη περιστροφή τους συμβάλλει ως ένα βαθμό και στην ψύξη τους. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα είναι ο όγκος που καταλαμβάνει το πυροβόλο και το τύμπανο εντός του οποίου φέρονται τα πυρομαχικά του εντός της ατράκτου ενός αεροσκάφους, αλλά και το σύστημα αναχορηγίας πρέπει να σχεδιάζεται ειδικά για κάθε τύπο αεροσκάφους-φορέα, προσθέτοντας κατά περίπτωση 140-180 κιλά στο βάρος του όλου συστήματος.
Η περιστροφή του ρότορα, των καννών και η λειτουργία του συστήματος αναχορηγίας γίνονται από υδραυλικό κινητήρα μέσω εύκαμπτων αξόνων μετάδοσης. Η πυροδότηση γίνεται ηλεκτρικά, ενώ κάθε κάννη εκτελεί μια βολή ανά πλήρη περιστροφή. Η μέγιστη ταχυβολία ανέρχεται στα 6.000 βλήματα το λεπτό, ενώ κάποιοι τύποι αεροσκαφών (π.χ. Α-7 Corsair) διέθεταν επιλογέα για 4.000 ή 6.000 βλήματα το λεπτό. Γενικά, παρά την πολυπλοκότητά του, πρόκειται για ιδιαίτερα αξιόπιστο σύστημα, με μέσο όρο μεταξύ εμπλοκών ή αστοχιών άνω των 10.000 βολών. Οι πρώτες δοκιμές των πρωτοτύπων έδειξαν ότι η μέχρι τότε συνήθης μέθοδος τροφοδοσίας πυρομαχικών με διαλυόμενες μεταλλικές ταινίες δεν ήταν και η πλέον ενδεικνυόμενη, και ως εκ τούτου αναπτύχθηκε ένα νέο σύστημα χωρίς τη χρήση συνδέσμων (linkless ammunition feed system). Αναλόγως της εφαρμογής, οι κενοί κάλυκες είτε απορρίπτονται εξωτερικά, είτε επιστρέφουν στην τυμπανοειδή αποθήκη πυρομαχικών.
Η Πολεμική Αεροπορία ξεκίνησε να δημιουργεί απόθεμα πυροβόλων Μ61Α1 ήδη από το 1993, όταν αποσύρθηκαν τα F-104G Starfighter. Πρόσθετα πυροβόλα κατέστησαν διαθέσιμα μετά την απόσυρση των F-4E SRA Phantom II και των Α-7Η/ΤΑ-7Η και Α-7Ε/ΤΑ-7C Corsair II. Ως εκ τούτου, υφίσταται ένα ικανοποιητικό αριθμητικά απόθεμα, το οποίο μπορεί να διατεθεί τουλάχιστον εν μέρει για άλλες χρήσεις και από τους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ήδη έχουν γίνει απόπειρες ανάπτυξης συστημάτων με βάση το Vulcan για χρήση από τον ΕΣ. Πρώτα παρουσιάσθηκε το M113 Soukos 3G, το οποίο πρόκειται για Μ113Α2 που φέρει πρόσθετη θωράκιση και εξ ολοκλήρου τηλεχειριζόμενο σταθμό οπλισμού με το πυροβόλο επί εκτεινόμενης βάσης για μείωση του συνολικού ύψους του οχήματος κατά την πορεία. Η θέση του χειριστή είναι – περιέργως – περιστρεφόμενη σε συγχρονισμό με τον οπλισμό και καταλαμβάνει τον χώρο κάτω από τον πυργίσκο του αρχηγού πληρώματος. Η τροφοδοσία του πυροβόλου με πυρομαχικά γίνεται από αεροπορικού τύπου τυμπανοειδή αποθήκη χωρητικότητας 700 βλημάτων (ίσως προερχόμενη από F-104G), με τους κενούς κάλυκες να επιστρέφουν σε αυτή. Διαθέτει ολοκληρωμένο ΣΕΠ με κάμερα ημέρας υψηλής ευκρίνειας και θερμική κάμερα καθώς και ψηφιακό σύστημα σκόπευσης.
Η άλλη προσπάθεια, που δυστυχώς φαίνεται να μην προχώρησε πέραν της δημιουργίας ενός πρωτοτύπου και την εκτέλεση κάποιων δοκιμών, έγινε εκ των ενόντων από το 308 Προκεχωρημένο Εργοστάσιο Βάσης του ΕΣ. Το πυροβόλο με τα πυρομαχικά του ήταν τοποθετημένο εξ ολοκλήρου εξωτερικά επί τηλεχειριζόμενης βάσης (προερχόμενης από κιλλίβαντα πυροβόλου Bofors L/60 και με χρήση και υλικών του εμπορίου). Οι κενοί κάλυκες απορρίπτονταν εξωτερικά. Είναι σίγουρο ότι περαιτέρω εξέλιξη του συνδυασμού Μ113Α2/Μ61Α1 θα απέδιδε ένα πολύ χρήσιμο σύστημα και με πολύ χαμηλό κόστος.
Πιθανές χρήσεις του αποθέματος πυροβόλων Μ61Α1 προκύπτουν εύκολα από τα διδάγματα από τις πολεμικές επιχειρήσεις των τελευταίων ετών διεθνώς και τα οποία δεν πρέπει να αγνοηθούν. Το εύρος των αποστολών που μπορεί να αναλάβει ένα σύστημα που ενσωματώνει πυροβόλο Vulcan, μόνο του ή σε συνδυασμό με αντιαεροπορικά κατευθυνόμενα βλήματα, είναι μεγάλο και περιλαμβάνει, πέραν της κλασικής και πρωτεύουσας αντιαεροπορικής χρήσης, και την αντιμετώπιση μικρών μη επανδρωμένων αεροχημάτων, περιφερόμενων πυρομαχικών (loitering munitions/suicide drones), αλλά και την καταστροφή επερχόμενων βλημάτων πυροβολικού – οβίδων και ρουκετών – και όλμων. Η δευτερεύουσα δυνατότητα αντιμετώπισης αμφίβιας αποβατικής ή αεραποβατικής ενέργειας εξυπακούεται, αλλά αφορά κυρίως αυτοκινούμενα συστήματα.
Στη διεθνή αγορά προσφέρονται, με το αντίστοιχο βέβαια κόστος, προηγμένης τεχνολογίας συστήματα, κυρίως για αντιαεροπορική ή/και αντιβληματική (C-RAM/ Counter Rocket-Artillery-Mortar) χρήση. Σε σχέση με άλλα συστήματα, όπως το Iron Dome, καλύπτουν μικρότερη περιοχή, δύνανται να εμπλέξουν μικρότερο αριθμό στόχων πριν εξαντληθούν τα πυρομαχικά τους και ως εκ τούτου είναι πιο επιρρεπή σε επιθέσεις κορεσμού, αλλά τα πυρομαχικά τους είναι ασύγκριτα φθηνότερα. Αξίζει να αναφέρουμε, για την ιστορία, το ισραηλινό HVSD/ADAMS, συνδυασμό Phalanx και κάθετα εκτοξευόμενων βλημάτων Barak επί φορτηγού οχήματος.
Διαθέσιμα προς εξέταση για προμήθεια ή ανάπτυξη αντίστοιχων συστημάτων είναι αφενός το Centurion C-RAM της αμερικανικής Raytheon, ουσιαστικά έκδοση ξηράς του ναυτικού Phalanx Block 1B επί ρυμουλκούμενου, ενώ έχει τοποθετηθεί και σε βαρύ φορτηγό Oshkosh HEMTT, και αφετέρου το Porcupine της ιταλικής OTO Melara, που στην παρούσα μορφή του αξιοποιεί πυροβόλα προερχόμενα από αεροσκάφη, πιθανότατα F-104G. Υπερέχει του Centurion ως προς τη δυνατότητα εμπλοκής αεροσκαφών και ελικοπτέρων, καθώς διαθέτει κεντρικό σύστημα τρισδιάστατου ραντάρ με δυνατότητα ταυτόχρονης έρευνας και ιχνηλάτησης στόχων και ελέγχου έως τεσσάρων πυροβόλων, ενώ το σύστημα της Raytheon προς το παρόν, λόγω του πολύ ειδικού ρόλου του, συνεργάζεται με ραντάρ αντιπυροβολικού για έγκαιρη προειδοποίηση, ενώ αν απαιτηθεί η εκτέλεση αντιαεροπορικής βολής αναγκαστικά θα βασισθεί στο ραντάρ και το ηλεκτροοπτικό σύστημα του Phalanx με όλους τους περιορισμούς που αυτό συνεπάγεται. Εκάστη μονάδα πυρός του Porcupine φέρει το πυροβόλο, τα πυρομαχικά του και ηλεκτροοπτικό σύστημα με θερμική κάμερα. Άξιο αναφοράς κρίνεται και το ιρανικό Haj Qassem, που αποτελεί συνδυασμό πυροβόλου Μ61Α1 και βλημάτων Azarakhsh (βασισμένων στο ΑΙΜ-9) επί κιλλίβαντα πυροβόλου Samavat (αντίγραφο του Oerlikon GDF) και κεντρικό σύστημα ελέγχου πυρός.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ το Mk 15 επί σκαφών επιφανείας βάλλει διατρητικά πυρομαχικά με πυρήνα κράματος βολφραμίου, το Centurion – και λογικά και το Porcupine – βάλλει εκρηκτικά βλήματα με χρονικό όριο αυτοκαταστροφής στον πυροσωλήνα προς αποφυγή παράπλευρων ζημιών και απωλειών.
Όσον αφορά απλούστερα συστήματα, αξίζει να αναφερθεί το ιαπωνικό VADS-II, που κατασκευάσθηκε για την εγγύς άμυνα των βάσεων της εκεί πολεμικής αεροπορίας (JASDF), αξιοποιώντας πυροβόλα Vulcan από αποσυρθέντα F-104J Starfighter, αλλά και το βελτιωμένο JM167A1 VADS που ενσωματώνει ηλεκτροοπτικό σύστημα, όπως και αντίστοιχη νοτιοκορεατική αναβαθμισμένη έκδοση του Μ167Α1, αλλά και αντίστοιχες προσπάθειες στην Ταϊβάν κατά τη δεκαετία του ’90, όπου δοκιμάσθηκε η προσαρμογή πυροβόλων Vulcan σε πυργίσκους Μ55 (πιθανότατα) και κιλλίβαντες από Bofors Μ1.
Τούτων λεχθέντων, θα ήταν επωφελές για τις Ένοπλες Δυνάμεις η προμήθεια συστημάτων Α/Α ή/και C-RAM βασισμένων στο Μ61Α1 είτε από τη διεθνή αγορά είτε, τουλάχιστον εν μέρει, εγχώριας ανάπτυξης. Οι πιθανές εφαρμογές περιλαμβάνουν την εγγύς προστασία μονάδων ελιγμού και διοικητικής μέριμνας, την προστασία κρίσιμων εγκαταστάσεων και υποδομών, στρατιωτικών και πολιτικών, καθώς και τον εξοπλισμό ταχέων σκαφών, όπως περιπολικών, ειδικών επιχειρήσεων και άλλων.
M61A1 VULCAN ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ | |
Διαμέτρημα | 20×102 χιλιοστά |
Μήκος | 1,827 μέτρα |
Βάρος | 112 κιλά (μόνο το πυροβόλο, χωρίς σύστημα αναχορηγίας) |
Μέθοδος λειτουργίας | περιστροφικό τύπου Gatling 6 καννών με εξωτερική παροχή ισχύος |
Τροφοδοσία πυρομαχικών | Σύστημα άνευ συνδέσμων (linkless) |
Ταχυβολία | 4.000-6.000 β.α.λ.* |
Ταχύτητα εξόδου βλήματος | 1.050-1.100 μ/δ (αναλόγως πυρομαχικών) |
* Τα Α-7 Corsair διέθεταν επιλογέα ταχυβολίας. | |
Ο μέγιστος φόρτος πυρομαχικών είναι 725 βλήματα για το F-104G, 640 βλήματα για το F-4E και 1.030 βλήματα για τα A-7. |
SOUKOS 3G ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ1 | |
Οπλισμός | M61A1 VULCAN 20 χιλιοστών |
Βάρος | 620 κιλά |
Διαστάσεις εγκατάστασης οπλισμού (Μ/Π/Υ) | 1,992/1,462/1,316 (πορείας) – 1,794 (μάχης) μέτρα |
Εύρος περιστροφής | 355ο 2 |
Δυνατότητα ανύψωσης οπλισμού | -10/+75 μοίρες |
Ταχύτητα περιστροφής και ανύψωσης | 60ο/δ |
Διαθέτει επίσης ειδική εργονομική θέση χειριστή, χειριστήρια ελέγχου υψηλής ακρίβειας, υψηλής ευκρίνειας κάμερα ημέρας CCD 36x, θερμική κάμερα, οθόνη υγρών κρυστάλλων, ψηφιακό σκοπευτικό, δορυφορικό σύστημα πλοήγησης και προαιρετικά σύστημα ελέγχου επί κράνους. | |
1 Δεν έχουν δημοσιευθεί αντίστοιχα στοιχεία για το πρωτότυπο του 308 ΠΕΒ. 2 Η νεκρή γωνία των 5ο οφείλεται σε περιορισμούς που επιβάλλει η ύπαρξη υδραυλικών σωληνώσεων και ηλεκτρικών καλωδιώσεων για την παροχή ισχύος στο πυροβόλο και δεδομένων στο ΣΕΠ. |
Σύστημα πυροβόλων GDM-Α (ΠΝ)
Το GDM-Α της ελβετικής Oerlikon Contraves (πλέον ανήκει στη Rheinmetall Air Defence AG) αποτελεί ένα από τα εξειδικευμένα ναυτικά οπλικά συστήματα που ενσωματώνουν μια έκδοση του πολύ γνωστού, και με μεγάλη εμπορική επιτυχία, πυροβόλου KD των 35 χιλιοστών, σχεδίασης της ίδιας εταιρίας. Πιο συγκεκριμένα, το σύστημα αποτελείται από τον πύργο και δυο πυροβόλα KDC-01 (Κ = πυροβόλο, D = 35 χιλιοστών, C = τροφοδοσία με κλιπ 7 βλημάτων) με τα πυρομαχικά τους και τριμελές πλήρωμα, πυροβολητή και δυο γεμιστές. Ο έλεγχος των πυροβόλων γίνεται είτε από το ΚΠΜ του πλοίου με τη βοήθεια συστήματος ραντάρ, είτε επιτόπια από τον πυροβολητή. Τα δυο πυροβόλα του συστήματος είναι ίδια, με διαφορετική μόνο τη φορά του συστήματος τροφοδοσίας πυρομαχικών – ένα τροφοδοτείται από δεξιά και το άλλο από αριστερά. Οι χαρακτηριστικοί φλογοκρύπτες ενσωματώνουν και ηλεκτρονικό σύστημα μέτρησης της ταχύτητας εξόδου των βλημάτων, με τα δεδομένα να αξιοποιούνται από τον υπολογιστή του συστήματος ελέγχου πυρός. Για την τοποθέτηση του GDM-A και του βάθρου του δεν απαιτείται διάτρηση καταστρώματος. Επί του καταστρώματος επίσης φέρεται και το αναδιπλούμενο στήριγμα των καννών όταν ο πύργος δεν είναι εν χρήσει. Ουσιαστικά πρόκειται για τη ναυτική παραλλαγή του χερσαίου GDF-001. Δύναται να βάλλει ποικιλία πυρομαχικών, ήτοι υψηλής εκρηκτικότητας-εμπρηστικά (ΗΕΙ), ημιδιατρητικά θώρακα υψηλής εκρηκτικότητας-εμπρηστικά με τροχιοδεικτικό (SAPHEI-T), θραυόμενα διατρητικά απορριπτόμενου κελύφους (FAPDS), διατρητικά θώρακα σταθεροποιούμενα δια πτερυγίων απορριπτόμενου κελύφους με τροχιοδεικτικό (APFSDS-T) και βλήματα AHEAD (κατόπιν αναβαθμίσεως).
Το Πολεμικό Ναυτικό ήταν ένας από τους χρήστες του GDM-A. Δυο πύργοι του τύπου εξόπλιζαν τις πυραυλακάτους (ΤΠΚ) κλάσης Combattante II, τέσσερις συνολικά, που αποσύρθηκαν από την ενεργό υπηρεσία μεταξύ των ετών 2002 και 2004. Για τον έλεγχο των πυροβόλων, τα ΤΠΚ του ΠΝ διέθεταν ραντάρ έρευνας Thomson-CSF (πλέον Thales) σειράς TRS 3030 Triton G (Τρίτων, λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων G) και ελέγχου πυρός Thomson-CSF TRS 3220 Pollux (Πολυδεύκης, λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων Χ). Μια παραχωρήθηκε στο ναυτικό της Γεωργίας, και βυθίσθηκε άδοξα στο λιμένα του Πότι κατά τον πόλεμο του Αυγούστου του 2008. Ως εκ τούτου, έξι συνολικά πύργοι (με 12 πυροβόλα KDC-01) απομένουν διαθέσιμοι προς περαιτέρω αξιοποίηση.
Αρχικά, ο αριθμός αυτός μπορεί να φαίνεται μικρός και απαγορευτικός για οικονομικά αποδοτική επένδυση. Πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το σύστημα αυτό ανήκει στην ίδια οικογένεια, και χρησιμοποιεί τα ίδια πυροβόλα, με τα – αναβαθμισμένα πλέον σε επίπεδο AHEAD – δίδυμα πυροβόλα GDF-002 που αποτελούν μέρος του συστήματος ΒΕΛΟΣ (Skyguard) της Πολεμικής Αεροπορίας, αποτελώντας ως εκ τούτου εξαίρεση στον κανόνα της διαθεσιμότητας που διατυπώθηκε στην εισαγωγή του παρόντος.
Στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή ανταλλακτικών για τα πυροβόλα της ΠΑ. Ιδανικά όμως, θα μπορούσαν να βρεθούν και άλλοι τρόποι αξιοποίησής τους. Αν δεν υπάρξει το ενδεχόμενο να τοποθετηθούν σε τυχόν νεότευκτα περιπολικά σκάφη, θα μπορούσαν κάλλιστα να συμπληρώσουν τα Crotale-NG που ήδη διαθέτει το ΠΝ για την άμυνα των ναυστάθμων και άλλων εγκαταστάσεών του. Για το νέο αυτό ρόλο αρκεί να τοποθετηθούν επί ρυμουλκούμενων (τρέιλερ), τα οποία θα πρέπει να διαθέτουν και σκέλη σταθεροποίησης. Επιπλέον, δεν είναι δύσκολο να τοποθετηθούν επί κατάλληλων φορτηγών οχημάτων – τα οποία επίσης θα πρέπει να διαθέτουν και σκέλη σταθεροποίησης. Κάτι παρόμοιο έγινε πρόσφατα και στη Λιβύη, όπου, για τις ανάγκες των επιχειρήσεων κατά τον εκεί εμφύλιο, η οργάνωση «Αυγή της Λιβύης» τοποθέτησε ένα σύστημα GDM-A, από το οποίο αφαιρέθηκε ο θόλος, επί φορτηγού Mercedes-Benz ATEGO. Αν και η όλη εγκατάσταση έγινε πολύ πρόχειρα, είναι ενδεικτικό του τι μπορεί να γίνει αν υπάρχει η ανάγκη και η θέληση. Άλλες παραδείγματα αυτοκινούμενων δίδυμων πυροβόλων των 35, όχι απαραίτητα ναυτικής προέλευσης αλλά χρήσιμων για μελέτη, επί φορτηγών προέρχονται από την Κίνα (CS/SA1, δίδυμο πυροβόλο Type 90 επί φορτηγού) και το Ιράν (δίδυμο πυροβόλο Samavat επί φορτηγού Mercedes-Benz και το Α/Κ ΑΑ σύστημα Hael, επίσης με δίδυμο Samavat επί τροχοφόρου οχήματος του εμπορίου – αρχικά γερανοφόρου).
Όσον αφορά την πρόσκτηση και εμπλοκή στόχων, η βέλτιστη επιλογή θα ήταν να συνδυαστούν τα πυροβόλα με κάποιο σύστημα ραντάρ, επίσης κινητό και φερόμενο επί ρυμουλκούμενων ή αυτοκινούμενων κλωβών. Για την κάλυψη της σχετικής απαίτησης, θα μπορούσε να εξετασθεί η διαθεσιμότητα ραντάρ έρευνας Triton (για τα οποία η σερβική εταιρία Horizon Systems έχει αναπτύξει και πρόγραμμα αναβάθμισης) και ραντάρ ιχνηλάτησης στόχων Pollux ή νεώτερων Thomson-CSF TRS 3203 Castor II προερχόμενων όλων από παροπλισθέντα ή αναβαθμισθέντα ΤΠΚ*. Αν μάλιστα ενσωματωθεί και κάμερα υπέρυθρης απεικόνισης στο σύστημα ελέγχου πυρός, οι επιδόσεις του συστήματος αυξάνονται θεαματικά. Μια καλύτερη, αλλά πολύ υψηλότερου κόστους, επιλογή θα ήταν η προμήθεια σταθμών ραντάρ Skyguard και η αναβάθμιση των πυροβόλων στο πρότυπο AHEAD, ιδανικά σε συνεργασία με την ΠΑ.
*το ραντάρ εμπλοκής του Crotale-NG αποτελεί έκδοση του Castor 2 και συνδυάζεται με κάμερα ημέρας και θερμική κάμερα.
GDM-A ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ | |
Οπλισμός | 2xKDC-01 |
Βάρος | 4.763 κιλά, χωρίς πυρομαχικά |
Ταχυβολία (μέγιστη) | 1.100 (2×550) β.α.λ, |
Πλήρωμα | 3 |
Φόρτος πυρομαχικών | 7 έτοιμα προς βολή, 49 στο σύστημα γέμισης (ανά πυροβόλο), 224 εφεδρικά, συνολικά 336 |
Σύστημα ελέγχου πυρός | Οπτικό ή ραντάρ TRS 3220 Pollux (στα ΤΠΚ κλάσης Combattante II) |
Περιστροφή πύργου | 360ο |
Ταχύτητα περιστροφής πύργου | 120ο/δ |
Ανύψωση πυροβόλων | -15/+85ο |
Ταχύτητα ανύψωσης πυροβόλων | 70ο/δ |
Δραστικό βεληνεκές | Κατά αεροσκαφών 4,5-5 χμ (ραντάρ)/2 χμ (επιτόπια), έως 8 χμ κατά στόχων επιφανείας |
ΠΥΡΟΒΟΛΟ 35 mm/90 KDC-01 ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ | |
Διαμέτρημα | 35×228 χιλιοστά |
Μήκος | 4,74 (ολικό), 3,71 (κάννης, με χαλινωτήριο), 3,15 (κάννης, χωρίς χαλινωτήριο) |
Βάρος | 700 κιλά περίπου |
Μέθοδος λειτουργίας | Δια των αερίων |
Τροφοδοσία πυρομαχικών | Κλιπ 7 βλημάτων |
Ταχυβολία | 550 β.α.λ, μέγιστη |
Ταχύτητα εξόδου βλήματος | 1.150 (ΗΕΙ/SAPHEI-T), 1.440 (FAPDS/APFSDS-Τ), 1.050 (AHEAD) μ/δ |
Πυροβόλο Bofors L/70 (ΠΝ)
Άλλο ένα οπλικό σύστημα που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις και μάλιστα με μακρά και βαριά ιστορία, καθώς ο άμεσος πρόγονός του, το L/60, έδρεψε δάφνες δόξας σε πλείστες πολεμικές συγκρούσεις ως τις μέρες μας στην ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα, ενώ και το L/70 έχει γνωρίσει αξιόλογη πολεμική δράση. Η αρτιότητα της σχεδίασης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη, παρά τις όποιες βελτιώσεις, από το 1931 που δοκιμάσθηκε το σχεδόν τελικής διαμόρφωσης πρωτότυπο. Βρίσκεται ακόμα σε παραγωγή και χρήση από πολλές ένοπλες δυνάμεις ανά την υφήλιο και παράλληλα έχουν αναπτυχθεί πολλά προγράμματα αναβάθμισης για παλαιότερης κατασκευής συστήματα.
Στην Ελλάδα, το Πολεμικό Ναυτικό αποτελεί το μόνο Κλάδο των ΕΔ που αξιοποιεί το συγκεκριμένο πυροβόλο, καθώς τόσο ο Στρατός, όσο και η Πολεμική Αεροπορία διέθεταν βρετανικής και αμερικανικής κατασκευής εκδόσεις του παλαιότερου L/60. Εισήλθε σε υπηρεσία για πρώτη φορά με την απόκτηση τορπιλακάτων τύπου Nasty, Ferocity και Brave τα έτη 1967-1968. Σήμερα εξοπλίζει πυραυλακάτους, παράκτια περιπολικά, κανονιοφόρους, αρματαγωγά και πλοία γενικής υποστήριξης, φερόμενο σε μονούς ή δίδυμους πύργους. Παροπλισμένα σκάφη που το έφεραν ήταν τορπιλάκατοι των τύπων Brave, Ferocity και Τύπου 141, ενώ οι Nasty έχουν απομείνει με ένα από τα δυο αρχικά L/70, πυραυλάκατοι S148, κανονιοφόροι τύπου Thetis, αντιτορπιλικά Gearing FRAM I και το πλοίο γενικής υποστήριξης Αξιός. Τα εν υπηρεσία ή σε αποθήκευση πυροβόλα και οι πύργοι, επίσης μονοί και δίδυμοι, στους οποίους είναι εγκατεστημένα είναι σε μεγάλο ποσοστό κατασκευής Breda (πλέον OTO Melara), και ο συνολικός αριθμός τους δικαιολογεί μια δυνητική επένδυση για την αναβάθμισή τους, δεδομένου ότι έτσι θα βελτιωνόταν θεαματικά οι ικανότητες αυτοάμυνας των σκαφών που τα φέρουν ακόμα, ενώ επέκταση του προγράμματος στο υφιστάμενο απόθεμα θα επιτύγχανε και οικονομία κλίμακας, ασχέτως του αν τα αποθηκευμένα πυροβόλα χρησιμοποιηθούν ξανά σε πλοία ή βρεθούν άλλες χρήσεις για αυτά (π.χ. αναβάθμιση στο επίπεδο Mk 4, το οποίο μπορεί να προσαρμοσθεί για χρήση από στρατό ξηράς ή αεροπορία). Εντούτοις, δεδομένων και των διαφορετικών επιχειρησιακών απαιτήσεων, ενδέχεται να χρειασθούν δυο διαφορετικά προγράμματα, ένα για τα πυροβόλα που είναι τοποθετημένα στα πλοία του Στόλου και ένα για χερσαίες εφαρμογές, που όμως μπορεί να ανεβάσει το κόστος. Η προσαρμογή των συλλογών αναβάθμισης και στα δίδυμα πυροβόλα (οι διαθέσιμες προτάσεις αφορούν κυρίως μονά) δεν αναμένεται να ενέχει ανυπέρβλητες τεχνικές δυσκολίες. Εννοείται ότι, πριν γίνει οποιοδήποτε άλλο βήμα, προέχει η συντήρηση των πυροβόλων και η επαναφορά τους σε πλήρη λειτουργική κατάσταση όπου απαιτείται. Αυτό δεν αναμένεται να αποτελέσει πρόβλημα, καθώς ανταλλακτικά είναι εύκολο να βρεθούν και με πολύ λογικό κόστος, ιδίως αν η προμήθεια γίνει με μειοδοτικό διαγωνισμό. Για τα πυρομαχικά δεν υφίσταται καν ζήτημα, καθώς αυτά συμπεριλαμβάνονται στα προϊόντα των ΕΑΣ, και κατά συνέπεια το μεγαλύτερου κόστους μέρος του προγράμματος θα αφορά το σύστημα ελέγχου πυρός, την προμήθεια προηγμένων πυροσωλήνων και – στην ιδανικότερη των περιπτώσεων – την απόκτηση και άλλων τύπων πυρομαχικών, λ.χ. APFSDS.
Σε περίπτωση που προτιμηθεί η αξιοποίηση των αποθηκευμένων πυροβόλων από χερσαίες πλατφόρμες, αυτά μπορούν να καταστούν ρυμουλκούμενα, επί οποιουδήποτε κατάλληλου κιλλίβαντα (ακόμα και των παλαιών L/60, αν υπάρχουν ακόμα σε αποθήκες), ή αυτοκινούμενα, επί τροχοφόρων ή ερπυστριοφόρων οχημάτων. Τα τροχοφόρα θα πρέπει να είναι διαμόρφωσης τουλάχιστον 6×6, ωφέλιμου φορτίου το λιγότερο 5 τόνων και να τοποθετηθούν και σκέλη σταθεροποίησης, καθώς η ανάκρουση του L/70 δεν είναι και αμελητέα. Ως υποψήφιοι ερπυστριοφόροι φορείς είναι κατάλληλα και άμεσα διαθέσιμα σκάφη αρμάτων Leopard 1GR και 1V, Μ60A1 και ενδεχομένως αυτοκινούμενων πυροβόλων Μ110Α2. Όλα δύνανται άνετα να φέρουν μονό ή δίδυμο πυροβόλο L/70, αν και τα άρματα διαθέτουν μεγαλύτερο χώρο για πλήρωμα, πυρομαχικά και σύστημα ελέγχου πυρός, καθώς και μεγαλύτερες δυνατότητες παραγωγής ηλεκτρικής ισχύος, και επιπρόσθετα θα μπορούν να συνοδεύουν τις μονάδες ελιγμού εκ του σύνεγγυς, παρέχοντας όχι μόνο ακόμα ένα στρώμα αντιαεροπορικής κάλυψης, αλλά και άμεσα πυρά υποστήριξης, αν απαιτηθεί – υπό την προϋπόθεση ότι θα παρέχεται και η κατάλληλη προστασία στους χειριστές των πυροβόλων.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, υπάρχουν διεθνώς πολλά προγράμματα αναβάθμισης των Bofors L/70, που τα καθιστούν ξανά ικανά να αντιμετωπίσουν σύγχρονες εναέριες απειλές. Σε δυο εξ αυτών, ήτοι τον εκσυγχρονισμό που προτείνει η σερβική εταιρία Yugoimport και το αυτοκινούμενο σύστημα PASARS-16 Terminator, έχει γίνει αναφορά στο τεύχος 133 της ΕΑ&Τ (Προοπτικές Συνεργασίας Με Την Αμυντική Βιομηχανία Της Σερβίας, Β΄ Μέρος). Η ίδια η Bofors (πλέον ανήκει στην BAE Systems) προτείνει το REMO (Renovation and Modernization), που περιλαμβάνει αύξηση της ταχυβολίας στα 300 β.α.λ., σκοπευτικό σύστημα UTAAS με δυνατότητα προγραμματισμού των πυροσωλήνων των βλημάτων και νέα πυρομαχικά. Επίσης υπάρχουν και τα συστήματα BOFI και BOFI-R, το τελευταίο με ραντάρ μπάντας J πλέον του ηλεκτροοπτικού συστήματος σκόπευσης.
Άλλα αξιόλογα προγράμματα περιλαμβάνουν:
1) Της Ινδίας, όπου οι Larsen & Toubro (L&T) και η Bharat Electronics Limited (BEL) ανέπτυξαν συλλογές αναβάθμισης με σύγχρονο ΣΕΠ που περιλαμβάνει πλήρες ηλεκτροοπτικό σύστημα, υπολογιστή βολής και ραντάρ μέτρησης ταχύτητας εξόδου των βλημάτων, προαιρετικά παρεμβολέα συστημάτων ελέγχου drones και διασύνδεση με δίκτυο αεράμυνας. Τελικά επελέγη η πρόταση της BEL και ήδη ξεκίνησε η επιχειρησιακή ανάπτυξη των αναβαθμισμένων πυροβόλων.
2) Το σύστημα εγγύς άμυνας Sudarshan CIWS της ινδικής L&T. Πρόκειται για μια από τις πλέον υποσχόμενες αναβαθμίσεις, με «διαστημική» εμφάνιση και ενσωμάτωση τεχνολογιών αιχμής. Προσφέρει δυνατότητα αυτόνομου εντοπισμού και εμπλοκής στόχων συμπληρωματικά του ραντάρ και ΚΔΠ πυροβολαρχίας.
3) Το ανταγωνιστικό πρόγραμμα CIWS της, επίσης ινδικής, Bharat Forge του ομίλου Kalyani σε συνεργασία με την BAE Systems και την ΙΑΙ. Ουσιαστικά πρόκειται για έκδοση ξηράς του ναυτικού Bofors Mk 4. Έχει δυνατότητα επιλογής 6 λειτουργιών προγραμματισμού πυροσωλήνων, 100 βλήματα έτοιμα προς βολή, ταχυβολία 300 β.α.λ. και δυνατότητα εναλλαγής μεταξύ διαφορετικών τύπων πυρομαχικών κατά τη βολή. Αμφότερα τα ινδικά CIWS διαθέτουν ηλεκτροοπτικά συστήματα επί της μονάδας πυρός, συνεργάζονται με ραντάρ έρευνας πολλαπλών σταθερών κεραιών ενσωματωμένο στο ΚΔΠ και ραντάρ εγκλωβισμού στόχων φερόμενο σε διαφορετικό κλωβό.
4) Το Τ-92 AOS 40mm L70 FADM (Field Air Defense Mount) της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν). Ενσωματώνει σύγχρονο σύστημα ελέγχου πυρός με δυνατότητα λήψης δεδομένων από ραντάρ, γεμιστήρα χωρητικότητας 101 βλημάτων, ενώ έχει και ιδιαίτερη, φουτουριστική, εμφάνιση. Έχει παρουσιασθεί και αυτοκινούμενη έκδοση επί φορτηγού Mercedes-Benz, το οποίο φέρει και ραντάρ. Είναι διαθέσιμο και σε ναυτική έκδοση.
5) Το πρόγραμμα L/70 OES TYPE A της Ταϊλάνδης. Περίπου παρόμοιας αντίληψης και φιλοσοφίας με τα αντίστοιχα των ινδικών L&T και BEL. Σημειωτέον ότι το 1996-1997 η Ταϊλάνδη είχε υιοθετήσει και την αναβάθμιση LVS της Bofors, ενώ διαθέτει και ολλανδικής προέλευσης συστήματα ραντάρ Flycatcher, αντίστοιχα των Skyguard.
6) Τα ολλανδικά 40L70G. Τα πυροβόλα απέκτησαν βελτιωμένους σερβομηχανισμούς, ενισχυτές, βελτιώσεις στο σύστημα γέμισης, νέες θέσεις μεταφοράς πυρομαχικών, αυξημένη ταχυβολία (300 β.α.λ.) ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος με πετρελαιοκινητήρα Volkswagen και ραντάρ μέτρησης ταχύτητας εξόδου των βλημάτων. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με ραντάρ Flycatcher.
Η ποικιλία των πυρομαχικών που δύναται να βάλλει το L/70 το καθιστά ικανό να αντιμετωπίσει με επιτυχία διάφορους στόχους, χερσαίους, εναέριους και θαλάσσιους. Η γκάμα των διαθέσιμων πυρομαχικών περιλαμβάνει: εκρηκτικό με τροχιοδεικτικό ΗΕ-Τ (2,4 κιλά βάρος πλήρους φυσιγγίου, 1.005 μ/δ αρχική ταχύτητα), προθραυσματοποιημένο εκρηκτικό PFHE (2,5 κιλά, 1.025 μ/δ), προθραυσματοποιημένο, με προγραμματιζόμενο πυροσωλήνα προσέγγισης 3Ρ (2,5 κιλά, 1.012 μ/δ) και διατρητικό θώρακα σταθεροποιούμενο δια πτερυγίων απορριπτόμενου κελύφους με τροχιοδεικτικό APFSDS-T (2,3 κιλά, έως 1.500 μ/δ, διατρητική ικανότητα από απόσταση 1.000 μέτρων – αρχικά δηλωθείσα – 100-120 χιλιοστά ελατού ομοιογενούς χάλυβα θωρακίσεως, στην πράξη 135 για το APFSDS-T Mk I και τουλάχιστον 150 χιλιοστά για το APFSDS-T Mk II IM, που σημαίνει ότι δύναται να καταστρέψει από οποιοδήποτε ελαφρό τεθωρακισμένο όχημα μέχρι και άρμα μάχης αν το προσβάλει στη λεπτότερη πλευρική ή οπίσθια θωράκισή του).
ΠΥΡΟΒΟΛΟ BOFORS L/70 ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ | |
Διαμέτρημα | 40x365R χιλιοστά |
Μήκος | 4 μέτρα περίπου |
Βάρος | 2.400 κιλά, 4.800 με το ρυμουλκούμενο κιλλίβαντα (αναφέρεται ενδεικτικά) |
Μέθοδος λειτουργίας | Οπισθοδρόμηση |
Τροφοδοσία πυρομαχικών | Κλιπ 4 βλημάτων εισαγόμενων χειροκίνητα σε ανοικτή χοάνη 18-32 βλημάτων ή συστήματα αυτόματης γέμισης χωρητικότητας 100 έως 144 βλημάτων (αναλόγως έκδοσης) |
Ταχυβολία | 240, 300, ή 330 β.α.λ. (αναλόγως έκδοσης) |
Από πλοία επιφανείας του ΠΝ
BOFORS SAK-40/L70-315 | |
Οπλισμός | 40 χιλιοστών L/70 |
Βάρος | 2.870 κιλά (χωρίς πυρομαχικά) |
Ταχυβολία (μέγιστη) | 240 β.α.λ. |
Πλήρωμα | 4 |
Φόρτος πυρομαχικών | 18 στο σύστημα γέμισης, 96 εφεδρικά |
Περιστροφή πύργου | 360ο χειροκίνητα |
Ανύψωση πυροβόλου | -10/+90ο χειροκίνητα |
BOFORS SAK-40/L70-350 | Breda Type 564 (Breda/Bofors 350P) | |
Οπλισμός | 40 χιλιοστών L/70 | 40 χιλιοστών L/70 |
Βάρος | 3.100 κιλά (χωρίς πυρομαχικά) | 3.300 κιλά (χωρίς πυρομαχικά) +100 κιλά η μπαταρία |
Ταχυβολία (μέγιστη) | 240 β.α.λ. | 240-330 β.α.λ. |
Πλήρωμα | 1-2 | 1-2 |
Φόρτος πυρομαχικών | 18 στο σύστημα γέμισης, 96 εφεδρικά | 144 σε σύστημα αυτόματης γέμισης Model 1971 |
Περιστροφή πύργου | 360ο | 360ο |
Ταχύτητα περιστροφής πύργου | 85ο/δ | 80ο/δ |
Ανύψωση πυροβόλου | -10/+90ο | -10/+90ο |
Ταχύτητα ανύψωσης πυροβόλου | 45ο/δ | 45ο/δ |
Breda Type 107 | |
Οπλισμός | 40 χιλιοστών L/70 |
Βάρος | 3.610 κιλά (χωρίς πυρομαχικά) |
Ταχυβολία (μέγιστη) | 330 β.α.λ. |
Πλήρωμα | 4 |
Φόρτος πυρομαχικών | 32 στο σύστημα γέμισης, 96 εφεδρικά |
Περιστροφή πύργου | 360ο |
Ταχύτητα περιστροφής πύργου | 95ο/δ |
Ανύψωση πυροβόλου | -13/+85ο |
Ταχύτητα ανύψωσης πυροβόλου | 95ο/δ |
Σημείωση: ο προαιρετικός θόλος από ενισχυμένο με υαλονήματα πλαστικό (GRP) για προστασία του πληρώματος από τις καιρικές συνθήκες προσθέτει περί τα 150 κιλά στο ολικό βάρος των μονών πύργων.
Breda Type 106 | |
Οπλισμός | 2×40 χιλιοστών L/70 |
Βάρος | 6.510 κιλά (χωρίς πυρομαχικά) +100 κιλά η μπαταρία |
Ταχυβολία (μέγιστη) | 2×330 β.α.λ. |
Πλήρωμα | 4 |
Φόρτος πυρομαχικών | 2×32 στο σύστημα γέμισης, συν τα εφεδρικά |
Περιστροφή πύργου | 360ο |
Ταχύτητα περιστροφής πύργου | 95ο/δ |
Ανύψωση πυροβόλων | -13/+85ο |
Ταχύτητα ανύψωσης πυροβόλων | 95ο/δ |
Breda Type 64 | |
Οπλισμός | 2×40 χιλιοστών L/70 |
Βάρος | 7.900 κιλά (χωρίς πυρομαχικά) +150 κιλά η μπαταρία |
Ταχυβολία (μέγιστη) | 2×330 β.α.λ. |
Πλήρωμα | 2 |
Φόρτος πυρομαχικών | 2×100 |
Περιστροφή πύργου | 360ο |
Ταχύτητα περιστροφής πύργου | 95ο/δ |
Ανύψωση πυροβόλων | -13/+85ο |
Ταχύτητα ανύψωσης πυροβόλων | 95ο/δ |